ἀντιφατικοῦ

ἀντιφατικοῦ
ἀντιφατικός
contradictory
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντιφατικότητα — η η ιδιότητα του αντιφατικού …   Dictionary of Greek

  • Ηράκλειτος — (Έφεσος περ. 535 – 475 π.Χ.).Προσωκρατικός φιλόσοφος. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη ζωή του·φαίνεται όμως ότι είχε αριστοκρατική καταγωγή και για τον λόγο αυτό περιφρονούσε τόσο την τυραννίδα όσο και τη δημοκρατία. Ανεξάρτητο και δυνατό πνεύμα,… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”